- φυτοσκάφος
- -ον, Α1. αυτός που σκάβει, που ανοίγει λάκκο γύρω από τη ρίζα φυτού2. (γενικά) κηπουρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -σκάφος (< σκάφος- «σκάψιμο» < σκάπτω), πρβλ. ἀμπελο-σκάφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.